ρίσσιος

ρίσσιος
-α, -ο, Ν
φρ. «ρίσσια παγετώδης εποχή» ή, απλώς, «ρίσσιο»
γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού πλειστοκαίνου και τών αποθέσεών του στην αλπική Ευρώπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεταρτογενές — Oνομάζεται και νεοζωικό. Η τελευταία γεωλογική περίοδος, που συνεχίζεται έως την εποχή μας. Ο χρόνος έναρξης του τ. αμφισβητείται και ερευνήθηκαν διάφορες απόψεις, όπως π.χ. η μετανάστευση των ελεφάντων και των βοοειδών στην Ευρώπη, η εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”